- προκαταστροφή
- προκατα-στροφή, ἡ,A predecease, ib.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταστροφή — ἡ, Α [προκαταστρέφω] 1. πρόωρος θάνατος 2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων … Dictionary of Greek
προκαταστροφήν — προκαταστροφή predecease fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)